- καναχές
- καναχήςplashingmasc/fem voc sgκαναχήςplashingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καναχής — καναχής, ές (Α) [καναχή] (για δάκρυα) αυτός που συνοδεύεται από στεναγμούς και θρήνους («δάκρυ καναχές», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek